- υπερχρωμικός
- -ή, -ό, Νφρ. «υπερχρωμικό οξύ»χημ. ανόργανη χημική ένωση, εξαιρετικά ασταθής, που δεν απομονώνεται σε ελεύθερη κατάσταση και τής οποίας ανυδρίτης είναι το υπεροξείδιο τού χρωμίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. perchromique (acide) < per- (< λατ. per) + chromique (< χρώμα)].
Dictionary of Greek. 2013.